εισχωρώ

εισχωρώ
(AM εἰσχωρῶ, -έω)
μπαίνω σε κάτι
νεοελλ.
1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι
2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εισχωρώ — εισχωρώ, εισχώρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνυποδύομαι — Α 1. εισχωρώ κάπου μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον ή με κάτι άλλο 2. υφίσταμαι κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («τῆς αἰτίας μὴ μετέχοντας αὐτοὺς συνυποδύεσθαι τὸν κίνδυνον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὑποδύομαι «εισέρχομαι, εισχωρώ,… …   Dictionary of Greek

  • διαπερνώ — (AM διαπερῶ, άω) [περνώ] 1. διατρυπώ, περνώ πέρα ώς πέρα 2. περνώ, μεταφέρω απέναντι, διαπεραιώνω 3. εισχωρώ, διεισδύω αρχ. 1. διαβαίνω, διαπεραιώνομαι 2. διέρχομαι 3. γνωρίζω εκ πείρας, έχω περάσει πολλά 4. φρ. «διαπερῶ Μολοσσίαν» εξουσιάζω όλη… …   Dictionary of Greek

  • διατρέχω — (AM διατρέχω) 1. περνώ από κάπου, διασχίζω κάποιον χώρο («διέτρεξε την πεδιάδα», «διαδραμὼν δὲ τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον») 2. (για χρόνο) περνώ, διάγω («διατρέχει το εικοστό έτος τής ηλικίας του») 3. κινούμαι, μετακινούμαι βιαστικά εδώ κι εκεί… …   Dictionary of Greek

  • διεισδύω — (Α διεισδύω και διεισδύνω) [εισδύω] εισχωρώ, χώνομαι μέσα σε κάτι διαπερνώντας το νεοελλ. 1. κρύβομαι, τρυπώνω 2. εμβαθύνω …   Dictionary of Greek

  • εγκαταβυσσούμαι — ἐγκαταβυσσοῡμαι ( όομαι) (Α) εισχωρώ βαθιά σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • εγχρίμπω — ἐγχρίμπω και ἐγχρίπτω (AM) 1. πλησιάζω («τῇ τάφρῳ ἐγχρίμπτουσιν») 2. εφάπτομαι βίαια, συγκρούομαι αρχ. 1. φέρνω κοντά σε κάτι, πλησιάζω με τη βία 2. (για έντομα με δηλητηριώδες κεντρί) μπήγω με ορμή 3. εισχωρώ 4. προσεγγίζω 5. πλησιάζω γυναίκα… …   Dictionary of Greek

  • εισέχω — εἰσέχω (Α) 1. προχωρώ μέσα σε κάτι, εισχωρώ 2. έχω έξοδο σε... («ἦν γὰρ δὴ θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα») 3. είμαι κοίλος 4. (το ουδ. μτχ. εν.) τὸ ἐσέχον (στη ζωγραφική) αυτό που εικονίζεται να βρίσκεται στο εσωτερικό …   Dictionary of Greek

  • εμβατεύω — ἐμβατεύω (AM) 1. βάζω κάπου το πόδι μου, πατώ 2. επιτίθεμαι ως εχθρός 3. εισδύω στην ψυχή κάποιου, εξετάζω, ερευνώ αρχ. 1. (για πολιούχους θεούς) συχνάζω 2. μπαίνω σε ιερό τόπο 3. περιλαμβάνομαι σε κληρονομιά 4. (για αρσενικό ζώο) οχεύω, βατεύω 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”